- διαπνεόμενος
- διαπνέωblow throughpres part mp masc nom sg (epic doric ionic aeolic)διαπνέωblow throughpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοπικιστής — ο, θηλ. τοπικίστριο, Ν ο διαπνεόμενος από τοπικισμό, ο προσηλωμένος υπερβολικά και αποκλειστικά στα συμφέροντα τής ιδιαίτερης πατρίδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπικός + κατάλ. ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Κιντάνα, Μανουέλ Χοσέ — (Manuel José Quintana, Μαδρίτη 1772 – 1857). Ισπανός συγγραφέας. Σπούδασε στη Σαλαμάνκα, όπου είχε δάσκαλο τον Μέλεντεθ Βαλντές. Διαπνεόμενος από πατριωτικές και φιλελεύθερες ιδέες, αντέδρασε πρώτα κατά της γαλλικής εισβολής στη χώρα του και… … Dictionary of Greek
Μπέρλιν, Αιζάια — (Isaiah Berlin, Ρίγα 1909 – Οξφόρδη 1997). Βρετανο λετονός εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος, διπλωμάτης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου δίδαξε φιλοσοφία την δεκαετία του ’30 και συμμετείχε στην κίνηση της φιλοσοφίας της καθημερινής… … Dictionary of Greek
Όουεν, Ρόμπερτ — (Robert Owen, Νιούτον, Μοντγκόμερυσαϊρ 1771 – 1858). Άγγλος βιομήχανος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Συνιδιοκτήτης ενός μεγάλου βαμβακουργείου στο Νιου Λάναρκ της Σκοτίας, ο Ό. εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις, που απέβλεπαν στην ουσιαστική… … Dictionary of Greek
Παπάφης, Ιωάννης — (1792 – 1886). Έμπορος και φιλάνθρωπος. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Στα τέλη του 18ου αι. εγκαταστάθηκε στη Μάλτα, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία. Διαπνεόμενος από θερμά πατριωτικά αισθήματα, διέθεσε μεγάλα ποσά για… … Dictionary of Greek